Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ιδρύθηκε στην αρχική μορφή «Σχολείου των Τεχνών» το 1836, σχεδόν συγχρόνως με το κράτος της νεότερης Ελλάδας. Μετεξελίχθηκε (1887, 1917) κατά τα πρότυπα του «Ηπειρωτικού» (Continental) Ευρωπαϊκού συστήματος εκπαίδευσης των μηχανικών, με γερό θεωρητικό υπόβαθρο σπουδών και κανονική διάρκεια πέντε ετών. Το δίπλωμα του Ε.Μ.Π. είναι ισοδύναμο με το "Master of Science" (M.Sc) ή "Master of Engineering" (M.Eng.) του Αγγλοσαξονικού συστήματος σπουδών.
Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Ε.Μ.Π.) είναι ως εκ της φυσικής και νομικής δομής του Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα (Α.Ε.Ι.). Στα πλαίσια του άρθρου 16 του ισχύοντος Συντάγματος, του άρθρου 1 του Ν.1268/82, της παράδοσης και της ανθρώπινης και υλικοτεχνικής υποδομής του, το Ε.Μ.Π., μέσω της αδιάσπαστης ενότητας των σπουδών και της έρευνας, έχει ως πρωτεύουσα θεσμική συνιστώσα της αποστολής του την παροχή ανώτατης παιδείας διακεκριμένης ποιότητας και την προαγωγή των επιστημών και της τεχνολογίας.
Οι απόφοιτοι του Ε.Μ.Π. υπήρξαν ο κύριος επιστημονικός μοχλός της αυτοδύναμης προπολεμικής ανάπτυξης και μεταπολεμικής ανασυγκρότησης της χώρας. Στελέχωσαν ως επιστήμονες μηχανικοί τις δημόσιες και ιδιωτικές τεχνικές υπηρεσίες και εταιρείες και κατά γενική ομολογία δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τους άλλους ευρωπαίους συναδέλφους τους. Παράλληλα, κατέλαβαν σημαντικές θέσεις δασκάλων και ερευνητών στην ελληνική αλλά και τη διεθνή πανεπιστημιακή κοινότητα.
Η Ανωτάτη Σχολή Χημικών Μηχανικών τυπικά αρχίζει τη ζωή της με τη δημοσίευση του νόμου 980 της 24 και 30-10-1917 και την έκδοση του νομοτελεστικού διατάγματος της 11ης Νοεμβρίου 1917. Η έναρξη το έτος αυτό αποτελεί το επιστέγασμα μιας σειράς γεγονότων, που έδειξαν την αναγκαιότητα της αυτοδυναμίας της Σχολής Χημικών Μηχανικών. Τα γεγονότα αυτά, που ξεκίνησαν ευθύς μετά την ίδρυση του Πολυτεχνείου το 1837, οριοθετούν την περίοδο πριν από την ίδρυση της Σχολής.
Η επόμενη περίοδος αφορά το χρονικό διάστημα από το 1917 έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ως τρίτη περίοδος της Σχολής Χημικών Μηχανικών μπορεί να θεωρηθεί το διάστημα αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα. Το τελευταίο αυτό διάστημα θα μπορούσε επίσης να χωριστεί σε επιμέρους περιόδους, με βάση σημαντικά συμβάντα στην εξέλιξη της Σχολής. Παρακάτω θα αναφερθούν συνοπτικά τα σπουδαιότερα γεγονότα που χαρακτηρίζουν αυτές τις περιόδους.
Ηδη από το δεύτερο έτος της λειτουργίας του Πολυτεχνείου, το 1839, ο Ξαβέριος Λάνδερερ, ιδιαίτερος φαρμακοποιός του Όθωνα, διορίσθηκε άμισθος διδάσκαλος της Χημείας των Τεχνών στο Σχολείο των Κυριακών. Η Χημεία αναφέρεται ως ένα από τα απαραίτητα μαθήματα του δεύτερου μέρους του προγράμματος (μαζί με την Ιχνογραφία, τα Μαθηματικά και τη Μηχανική), όπου εκπαιδευόταν ένα μεγάλο πλήθος τεχνικών. Σε επιστολή μάλιστα του Φρειδερίκου Τσέντνερ το 1840 προς τη Βασιλική Γραμματεία της Επικρατείας επί των Εσωτερικών, όπου ζητείται η αύξηση του χώρου του Σχολείου, τονίζεται το ενδιαφέρον των φοιτητών για τις επιδείξεις και τα πειράματα του Καθηγητή Λάνδερερ στο μάθημα της Βιομηχανικής Χημείας.
Η ακριβής μετάφραση μιας παραγράφου της επιστολής εκείνης, που είχε γραφεί στα γαλλικά, έχει ως εξής: «Το μάθημα τούτο, εν των περισσότερον ενδιαφερόντων δια την εν τη γενέσει Βιομηχανίαν της Ελλάδος, δεν θα έπρεπε να παραμεληθή επί πολύ, χωρίς να επέρχωνται σημαντικά μειονεκτήματα δια το ίδρυμα τούτο». Στις πρώτες προτάσεις του Τσέντνερ για διαγράμματα συγκρότησης σπουδών αναφέρονται δύο ονόματα για τη διδασκαλία της Χημείας των Τεχνών: Του Λάνδερερ, με μια ώρα κάθε Κυριακή, άμισθου, και του Φόστερ, Βαυαρού στρατιωτικού φαρμακοποιού, με τρεις ώρες την εβδομάδα και μισθό 60 δρχ. το μήνα.
Είναι άγνωστο αν έγινε δεκτή η πρόταση του Τσέντνερ για τον Φόστερ. Μετά τη μεταπολίτευση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, με διάταγμα του Όθωνα με το οποίο διαιρέθηκε το σχολείο των τεχνών σε τρία τμήματα:
α) Σχολείο των Κυριακών,
β) Σχολείο καθημερινό και
γ) Ανώτερο Σχολείο
η Χημεία των Τεχνών διδάσκεται στα δύο πρώτα τμήματα.
Στα γεγονότα εκείνης της περιόδου θα πρέπει να σημειωθεί η απομάκρυνση του Λάνδερερ, ως ξένου υπηκόου, αλλά και η μετά από λίγο επαναπρόσληψή του. Η σύντομη αυτή απομάκρυνσή του έχει ως αποτέλεσμα τη μη διδασκαλία της Χημείας στο έτος 1843-44, γεγονός που σημειώνεται στο πρόγραμμα εκείνης της χρονιάς.
Στις μισθοδοτικές καταστάσεις εκείνων των ετών δεν υπάρχει το όνομα του Ξαβέριου Λάνδερερ, που εξακολουθεί από το 1845 να προσφέρει χωρίς μισθό τις υπηρεσίες του. Αντίθετα, εμφανίζεται νέος δάσκαλος, ο φαρμακοποιός Σταμάτιος Σπίνος, που διορίστηκε δάσκαλος Χημείας τον Μάρτιο του 1851.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η διδασκαλία της Χημείας δεν είχε σκοπό απλώς να συμβάλει στην γενική εγκυκλοπαιδική μόρφωση των νέων αλλά και να τους φωτίσει σε θέματα που τους ενδιέφεραν ως επαγγελματίες. Επρόκειτο δηλαδή για Χημεία Εφαρμοσμένη στις Τέχνες. ’λλωστε, η ονομασία του μαθήματος κατά την α΄ περίοδο ήταν: Τεχνολογία και κατά τη β: Χημεία των Τεχνών.
Στη συνέχεια αναφέρονται μερικές ειδοποιήσεις του Λάνδερερ προς τους ακροατές του μαθήματός του από δημοσίευσή του στην Εφημερίδα του Λαού, της 24-11-1851, όπου φαίνεται ο εφαρμοσμένος χαρακτήρας των μαθημάτων:
«Αύριον, 25 Νοεμβρίου, θέλει διδαχθή εις το Πολυτεχνικόν Σχολείον, από της 11-12 το ακόλουθον χημικόν μάθημα: Υπό ποίας συστάσεις ευρίσκεται το ύδωρ εν τη φύσει. Τίνας ιδιότητας αποκτά, μεταβαίνον από μιας συστάσεως εις άλλην. Πώς εκτελούσι ταύτας εις τας τέχνας και την βιομηχανίαν.
Επειδή εις το μάθημα τούτο θέλουσιν εκτεθή οι διάφοροι τρόποι της εξατμίσεως, τους οποίους μεταχειρίζονται εν τη βιομηχανική Ευρώπη, η ακρόασις αυτού είναι ωφέλιμος, προ πάντων, εις τους έχοντας σχέσεις με τους κατασκευαστάς του στεγνού χυλού της γλυκορρίζης, οίτινες, αν μεταβάλωσι μικρόν τι τον τρόπον της εξατμίσεως, θέλουσι λάβει χυλόν διπλασίας αξίας».
Από το Νοέμβριο του 1852, σε εκτέλεση επιθυμίας του Νικολάου Στουρνάρη, που εκφράστηκε και με τη διαθήκη του, ο Λάνδερερ δίδαξε στο Σχολείο των Κυριακών Χημεία εφαρμοσμένη στη Γεωργία. Αντιγράφουμε τα κεφάλαια της ύλης από τη σχετική ανακοίνωση:
«Τί εστίν φυτόν καθ' εαυτό και τίνες αι σχέσεις αυτού προς την ανόργανον και την οργανικήν φύσιν.
Τίνες αι φυσικαί και χημικαί ιδιότητες των αροσίμων γαιών.
Τίνα τα συστατικά των φυτικών τεφρών.
Τίς ο σκοπός των κοπρισμάτων και πόσα τα είδη αυτών.
Τίνα τα γεωργικά χημικά προϊόντα και πώς ταύτα σκευάζονται, οίον, περί αμπέλου, οίνου και οινοποιίας, περί ελαίας και ελαιοποιίας και τα τοιαύτα».
Με την αναδιάρθρωση του 1863 εξακολουθεί να προβλέπεται η διδασκαλία της Χημείας των Τεχνών στο Σχολείο των Κυριακών και της Χημείας στο καθημερινό, αλλά προβλέπεται και η σύσταση Χημείου παράλληλα με άλλα εργαστήρια. Τον ίδιο χρόνο, τη διδασκαλία της Χημείας αναλαμβάνει ο γιατρός Κ. Δεληγιάννης, ενώ τον επόμενο χρόνο τον διαδέχεται ο Αριστείδης Βουσάκης, που είναι και ο πρώτος Χημικός που διδάσκει Χημεία.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1870, που το Σχολείο των Τεχνών χαρακτηρίσθηκε ως σχολείο Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης, διακρίνονται τρεις κλάδοι του Βιοτεχνικού Τμήματος, η Μηχανική, η Αρχιτεκτονική και η Χωρομετρία. Αξιοσημείωτο είναι ότι η Χημεία διδάσκεται στην τέταρτη τάξη και των τριών κλάδων. Με διευθυντή τον Θεοφιλά αναβαθμίζεται το επίπεδο των σπουδών του Βιοτεχνικού Τμήματος με τη δημιουργία ειδικού λυκείου που προπαιδεύει στα Μαθηματικά, τη Φυσική, τη Χημεία και το Σχέδιο τους μαθητές που θα σπουδάζανε στο Βιοτεχνικό Τμήμα. Το 1882 αγοράζονται χημικές ύλες και σκεύη χρήσιμα για τη διδασκαλία της Χημείας με τα χρήματα που πλήρωναν οι φαρμακοποιοί των Αθηνών που έκαναν στο Χημείο του Σχολείου τις εργασίες τους. Το 1887 εγκαινιάζεται ο θεσμός των Βοηθών και ο Νικόλαος Γερμανός διορίζεται, μετά από διαγωνισμό, Βοηθός στα μαθήματα Φυσικής, Χημείας και Ορυκτολογίας. Αργότερα προσλαμβάνεται ο Α. Βάλβης.
Με τη μεταρρύθμιση του 1887 και τη δημιουργία του Σχολείου των Βιομηχάνων Τεχνών διακρίνονται οι Σχολές των Πολιτικών Μηχανικών, Μηχανουργών και Εργοδηγών Γεωμετρών.
Στις δύο πρώτες Σχολές διδάσκεται η Χημεία στο α΄ έτος. Τον Ιανουάριο του 1890 ξαναδιορίζεται ως Καθηγητής της Εφαρμοσμένης Χημείας ο Αριστείδης Βουσάκης και του αναθέτουν τη διδασκαλία της Πειραματικής Χημείας. Το μάθημα αυτό ο Βουσάκης διδάσκει ως το 1897, οπότε το αναλαμβάνει ο Κωνσταντίνος Ζέγγελης, που παράλληλα δίδασκε και τη Μεταλλουργία.
Τον ίδιο χρόνο εκδίδονται και τα πρώτα βιβλία της Χημείας, η Χημεία, σε δύο τόμους, και η Εφαρμοσμένη Χημεία, και τα δύο από τον Βουσάκη. Την έδρα της Εφαρμοσμένης Χημείας κρατά ο Βουσάκης ώς το 1904, οπότε και παραιτείται, ύστερα από προσφορά 40 ετών στο Ίδρυμα. Στην έδρα διορίζεται ο Αλέξανδρος Βουρνάζος. Το 1908 ο Α. Βουρνάζος ιδρύει το εργαστήριο Ανόργανης Χημικής Τεχνολογίας. Το εργαστήριο αυτό, το πρώτο από τα εργαστήρια της Σχολής, παρείχε στα πρώτα 10 χρόνια, έως την ίδρυση δηλαδή της Σχολής Χημικών Μηχανικών, την εργαστηριακή κατάρτιση που ήταν απαραίτητη στους σπουδαστές πολιτικούς μηχανικούς και μηχανολόγους. Το 1912 ανατέθηκε στον Α. Βουρνάζο και η διδασκαλία της Γενικής Πειραματικής Χημείας. Όλα αυτά τα χρόνια Βοηθός Χημείας είναι διορισμένος ο Αθαν. Σοφιανόπουλος, για τον οποίο έγινε ειδική αναφορά του Αγγελου Γκίνη στο υπουργείο Στρατιωτικών να απολυθεί από το στρατό κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.
Το 1914, με διευθυντή τον ’γγελο Γκίνη και στο πλαίσιο του οργασμού αναδημιουργίας του Ιδρύματος, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την ίδρυση της Σχολής Χημικών Μηχανικών. Με το νόμο 388 του 1914, παράλληλα με την ονομασία του Πολυτεχνείου με το σημερινό του όνομα, προσκολλάται στη Σχολή Μηχανολόγων το Σχολείο Εργοδηγών Χημικής και Μεταλλευτικής Βιομηχανίας. Τέλος, το 1917, με την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, γίνεται τροποποίηση του νόμου 388 του 1914 και με το νόμο 980 της 24 Οκτωβρίου 1917 ιδρύεται η «Ανωτάτη Σχολή Χημικών Μηχανικών» παράλληλα με τις Σχολές Αρχιτεκτόνων και Τοπογράφων. Αμέσως μετά τη δημοσίευση του νόμου 980, εκδόθηκε το νομοτελεστικό διάταγμα της 11 Νοεμβρίου 1917 με το οποίο ιδρύθηκαν οι τρεις Σχολές. Ουσιαστικά, το έτος αυτό καθιερώθηκε στην Ελλάδα η Χημική Μηχανική ως επιστήμη με την ίδρυση της Ανωτάτης Σχολής Χημικών Μηχανικών στο ΕΜΠ.
Στον ιδρυτικό νόμο 980 του 1917 γράφεται:
«Το Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον, σκοπούν τον καταρτισμόν επιστημόνων ανωτέρας τεχνικής μορφώσεως, διά τε τας δημοσίας και ιδιωτικάς ανάγκας, αποτελείται από τας ήδη λειτουργούσας και διατηρουμένας Ανωτάτας Σχολάς των Πολιτικών Μηχανικών, και των Μηχανολόγων, της τελευταίας μετατρεπομένης εις την Ανωτάτην Σχολήν Μηχανολόγων και Ηλεκτρολόγων, προς δε από τας διά του παρόντος νόμου ιδρυομένας Ανωτάτας Σχολάς των Αρχιτεκτόνων, των Χημικών Μηχανικών και των Τοπογράφων Μηχανικών...».
Η Σχολή, με πρόγραμμα 4 ετών σπουδών, λειτούργησε τον επόμενο χρόνο 1918-19. Η χρονιά 1917-18 καλύφθηκε με τη δημιουργία των απαραίτητων εργαστηρίων.
Κατά το πρώτο έτος διδάχθηκαν μαθήματα σε δύο μαζί τάξεις, στην πρώτη τάξη, με 17 πρωτοετείς σπουδαστές, και στην τρίτη τάξη, με 14 σπουδαστές, στην οποία γράφτηκαν πτυχιούχοι της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (κατάταξη).
Το 1944 καθιερώθηκε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ο θεσμός του διδακτορικού διπλώματος. Πρώτος διδάκτορας Χημικός Μηχανικός που ανακηρύχθηκε στο ΕΜΠ είναι ο Γ. Κελαϊδίτης (1944) με τη διατριβή του με τίτλο «Επιλογή και Σύγκρισις Ελληνικών Σακχαρομυκήτων». Από τότε η Σχολή έχει δώσει μεγάλο αριθμό διδακτορικών διπλωμάτων και έχει δημοσιεύσει πλήθος επιστημονικών εργασιών. Επίσης, το 1944 καθιερώθηκε και ο θεσμός του Υφηγητού, με πρώτο Υφηγητή τον Χ. Βασιλειάδη στην περιοχή της Γεωργικής Χημείας-Εδαφομηχανικής.
Το 1946, με το νόμο 1021, η Ανωτάτη Σχολή Χημικών Μηχανικών χωρίσθηκε σε τρία Τμήματα 5ετούς φοιτήσεως:
α) Το Τμήμα Χημικών Μηχανικών.
β) Το Τμήμα Μεταλλειολόγων Μηχανικών.
γ) Το Τμήμα Μεταλλουργών Μηχανικών.
Ως το 1947 η Σχολή δεν είχε επαρκείς εγκαταστάσεις και χώρους διδασκαλίας. Το χρόνο αυτό αποφασίστηκε η ανέγερση δικού της κτηριακού συγκροτήματος στην οδό Τοσίτσα, γνωστού μέχρι σήμερα ως «Νέα Κτήρια», με σχέδια του Καθηγητή της Αρχιτεκτονικής Σχολής Α. Κριεζή, που τελείωσε το 1958.
Στις δεκαετίες του '50 και του '60, παρατηρούνται μεταβολές στη διδασκαλία, στα μαθήματα αλλά και στην ερευνητική δραστηριότητα. Η σταδιακή εισαγωγή περισσότερων Μαθηματικών και η διδασκαλία νέων μαθημάτων, όπως ο Σχεδιασμός Αντιδραστήρων και Τεχνικής Φυσικών Διεργασιών, αναβαθμίζουν τη Σχολή, που λειτουργεί τώρα με τις πιο σύγχρονες αντιλήψεις της εποχής και περισσότερο ως Σχολή Χημικών Μηχανικών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι την περίοδο αυτή αρχίζει η εντατικοποίηση της ερευνητικής δραστηριότητας της Σχολής. Ενώ μέχρι το 1950 άλλη διδακτορική διατριβή, εκτός από την πρώτη που ήδη αναφέρθηκε, δεν είχε γίνει, στο διάστημα 1950-1965 ο αριθμός των διατριβών φθάνει τις 16, ενώ σήμερα είναι σημαντικά μεγαλύτερος.
Από το 1960 και με συνεχείς προσπάθειες η Σχολή πήρε τον καθαρό χαρακτήρα Σχολής Χημικών Μηχανικών, σύμφωνα με τα γνωστά πρότυπα και τις ανάγκες της χώρας. Ο ρυθμός εξέλιξης όμως της Σχολής ανακόπηκε στη διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974), αλλά οι προσπάθειες εισαγωγής νεοτέρων αντιλήψεων συνεχίστηκαν αμέσως μετά.
Με προεδρικό διάταγμα από τον Οκτώβριο του 1975 η Ανωτάτη Σχολή Χημικών Μηχανικών χωρίστηκε στις ακόλουθες δύο Σχολές:
α) Ανωτάτη Σχολή Χημικών Μηχανικών.
β) Ανωτάτη Σχολή Μηχανικών Μεταλλείων - Μεταλλουργών.
Ουσιαστικές μεταβολές στον τρόπο λειτουργίας της Σχολής Χημικών Μηχανικών επήλθαν με το νόμο 1268/82, που αφορά τη γενικότερη λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
Με το νόμο αυτό καταργήθηκαν οι υπάρχουσες έδρες της Σχολής και δημιουργήθηκε Τμήμα Χημικών Μηχανικών με τους εξής 4 Τομείς:
i. Χημικών Επιστημών.
ii. Ανάλυσης, Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Διεργασιών και Συστημάτων.
iii. Επιστήμης και Τεχνικής των Υλικών.
iv. Σύνθεσης και Ανάπτυξης βιομηχανικών Διαδικασιών.
Από το ακαδημαϊκό έτος 2002-2003, το Τμήμα Χημικών Μηχανικών έχει μετονομαστεί ξανά σε Σχολή Χημικών Μηχανικών.
Η Σχολή Χημικών Μηχανικών, συνεχίζει τη δημιουργική δραστηριότητα και τη συνεχή προσπάθεια εξέλιξης με αναμόρφωση των προγραμμάτων διδασκαλίας και εντατικοποίηση της έρευνας.
Η ερευνητική δραστηριότητα της Σχολής εκτείνεται τόσο στη βασική όσο και στην εφαρμοσμένη έρευνα, που πραγματοποιείται στο πλαίσιο των διπλωματικών εργασιών, της εκπονήσεως διδακτορικών διατριβών καθώς και ερευνητικών προγραμμάτων του προσωπικού της. Τα αποτελέσματα της έρευνας καταφαίνονται από τις δημοσιεύσεις σε ξένα και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά καθώς και από την καταχώρισή τους, στην ετήσια επετηρίδα του ΕΜΠ και στο ACHEMA Year Book, που εκδίδεται κάθε τρία χρόνια.
Αλλά και ο αριθμός των φοιτητών αυξάνεται πολύ τα τελευταία χρόνια. Ενώ από την ίδρυση της Σχολής Χημικών Μηχανικών έως το 1940 ο αριθμός των φοιτητών που αποφοίτησαν είναι 188 και 4 Μηχανικοί Χημικού Πολέμου, με μέσο όρο εισαγομένων φοιτητών περίπου 10 ανά έτος, μετά τον πόλεμο ο αριθμός αυτός προοδευτικά μεγαλώνει.
Έτσι, το 1966-67 εισάγονται 42 φοιτητές και το 1974-75 εισάγονται 77. Ο αριθμός διατηρείται περίπου σταθερός έως το 1979-80. Το έτος 1986-87 εισάγονται 185, το 1987-88 εισάγονται 170 και το 1988-89 162. Το 1994 εισάγονται 165, στη συνέχεια περίπου 200 και τελευταία 140.
Οι αυξημένες απαιτήσεις του Τμήματος σε Εργαστήρια και αίθουσες διδασκαλίας έκαναν επιτακτική την ανάγκη επιτάχυνσης των εργασιών αποπεράτωσης των νέων εγκαταστάσεων της Σχολής στην Πολυτεχνειούπολη Ζωγράφου οι οποίες ικανοποιούν σήμερα εξ' ολοκλήρου τις εκπαιδευτικές και ερευνητικές ανάγκες της σχολής. Στις σύγχρονες και ευρύχωρες εγκαταστάσεις η Σχολή Χημικών Μηχανικών συνεχίζει το έργο της για τη δημιουργία υψηλής στάθμης επιστημόνων, αλλά και την προσπάθεια για έντονη ερευνητική δραστηριότητα.
Μέρος της προσπάθειας βελτίωσης του εκπαιδευτικού έργου τα τελευταία χρόνια αποτέλεσε η εισαγωγή του θεσμού της Πρακτικής ’σκησης, αλλά και των προπτυχιακών μαθημάτων εμβάθυνσης από το ακαδημαϊκό έτος 1990-91. Οι αλλαγές αυτές επιτρέπουν σήμερα την εμβάθυνση σε αντικείμενα που συνδέονται με το πεδίο απασχόλησης του σύγχρονου Χημικού Μηχανικού και τα οποία οι φοιτητές επιλέγουν, κάτω από ένα ενιαίο Δίπλωμα, αλλά και την εφαρμογή των γνώσεών τους στην πράξη. Έτσι, δέχονται την τελευταία πινελιά στην προετοιμασία τους ως μηχανικοί του αύριο.